Στο περιβάλλον του αθηναϊκού άστεως δημιουργούνται κατ' έθος και καθ' έξιν συνθήκες ευδοκίμησης ενός καθεστώτος στο οποίο ευδοκιμούν -όχι τόσο ως πρόσωπα, αλλά ως εκπρόσωποι μιας κυρίαρχης αντίληψης- κάποιες τεφρές πανιερότητες* της πνευματικής και της πολιτικής μας ζωής. Μιας ζωής που τελεί υπό τη διαρκή και γενικότερη επιτροπεία τους, καθόσον:
α) Ασκούν το λειτούργημα του θεωρού όχι μόνον της εγχώριας αλλά και της οικουμενικής ιστορικής κυοφορίας και, β) εκφέρουν υπό μορφή χρησμών, από καιρού εις καιρόν, τις σχετλιαστικές τους αποφάνσεις, ελεεινολογούντες την κατάντια της σύγχρονης ανθρωπότητας, αφενός, και της νεότερης πορείας του Ελληνισμού, αφετέρου.
Καθιστούν, ως εκ τούτου, εύλογα τα ακόλουθα δύο απλούστατα ερωτήματα:
Δεν είναι βεβαίως ο καλύτερος των δυνατών κόσμων ο σημερινός. Αλλά είναι ο χειρότερος, με τα επτά δισεκατομμύρια ανθρώπων που, έστω ανισομερώς, συμμετέχουν στις αυξημένες δυνατότητες διατροφής, από τον προ αιώνος με τα δύο δισεκατομμύρια ανθρώπων εκ των οποίων το πλείστον λιμοκτονούσε; Μήπως οι σχετλιασμοί εκφράζουν την απόγνωση μιας ελίτ, που χρεώνει τις δικές της αδυναμίες στις νομοτέλειες μιας προόδου που την έχει προσπεράσει;
=Και το δεύτερο ερώτημα: το μέγιστο ιστορικό κατόρθωμα της ελληνικής παλιγγενεσίας (η λέξη αφορά το κράτος, όχι το έθνος, που ήταν πάντοτε ζωντανό «σαν μια φλόγα κρυμμένη στη στάχτη) και η περιπετειώδης αλλά μεγαλοπράγμων πορεία του (με το αίμα και τις θυσίες των Ελλήνων που δημιουργούσαν τετελεσμένα, συμβατά ίσως με τα βουλήματα των «Μεγάλων», αλλά αυτοτελώς και ηρωικώς ελληνικά) -μια πορεία που από τη Λαμία έφτασε στον Εβρο- δεν αξίζει την περίσκεψη και το σεβασμό μας; Δίνει αφορμές μόνο για λοιδορίες και μονόπλευρη αναζήτηση των σκιερών πτυχών της νεότερης ιστορίας μας;
Φτάνει πια! Εχει εξαντλήσει τα όριά της η δεινολογία για τα ελαττώματά μας, τα ατομικά και τα συλλογικά μας. Παύει να είναι ωφέλιμη η αυτοκριτική, όταν η επίδρασή της εντάσσεται σε αποδομητικές λειτουργίες αμφίβολης επιστημονικής ανιδιοτέλειας. Ισως δε, το ίδιο «φτάνει πια!» θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί και στην περίπτωση των διαφορετικών και σφοδρά συγκρουόμενων θεωρήσεών μας γύρω από κρίσιμα ιστορικά γεγονότα. Τα οποία έβαλαν συντεταγμένες πορείας στη σύγχρονη ιστορία μας και πρέπει όχι να μας χωρίζουν αλλά να συνθέτουν έναν κοινό/επίκοινο «οδικό χάρτη» για το μέλλον μας - το μέλλον της πατρίδας.
Η Σμύρνη και η Θεσσαλονίκη
Σχετικά με τα ανωτέρω, θα παρατεθούν αποσπάσματα από δύο κείμενα, τα οποία συνδέει το γεγονός ότι στο ένα η Σμύρνη είναι το σημείο της αναφοράς του, ενώ στο άλλο γίνεται μνεία στη διαφορά της ιστορικής τύχης της, σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη. Το πρώτο κείμενο έχει τον τίτλο «Η Σμύρνη στις φλόγες». Δημοσιεύτηκε στον «Αγγελιοφόρο» το Σάββατο, 3 Μαΐου 2014, με την υπογραφή του Βασίλη Σ. Κάρτσιου και αναφέρει τα εξής, μεταξύ άλλων:
«Η αμηχανία των ιστορικών με τη 2α Μαΐου υπήρξε διαχρονική κι αυτό βεβαίως δεν έχει να κάνει ούτε με το θάνατο του Λεονάρντο Ντα Βίτσι, ούτε με την πτώση του Βερολίνου, ούτε με το θάνατο της Πηνελόπης Δέλτα, αλλά ούτε και με την αμερικανική επιχείρηση για την εξόντωση του Οσάμα Μπιν Λάντεν. Στις 2 Μαΐου 1919 ο Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος αποβίβασε στη Σμύρνη μονάδες της Ι Μεραρχίας […] Επί του πρακτέου, επρόκειτο για τη μεγαλύτερη ανοησία που διέπραξε πολιτικός από την εποχή του πελοποννησιακού πολέμου, όταν ο τυχοδιώκτης Αλκιβιάδης έπεισε τους Αθηναίους να τολμήσουν τη σικελική εκστρατεία και ουσιαστικά να υπογράψουν τη θανατική καταδίκη της κλασικής αρχαιότητας».
Στη συνέχεια, ο αρθρογράφος αναφέρεται στις τουρκικές αντιδράσεις, στις προβοκάτσιες και στα επεισόδια που προκλήθηκαν, με μοιραίο αποτέλεσμα να ξεσηκωθεί όλος ο μουσουλμανικός κόσμος. Συμπληρώνει τη σχετική παράγραφο με τα εξής:
«Ο σύγχρονος “Αλκιβιάδης” είχε βάλει την υπογραφή του φαρδιά πλατιά στον αφανισμό του μικρασιατικού ελληνισμού».
Το δεύτερο κείμενο έχει τον τίτλο «Ο Τύπος και η πολιτική ιστορία της Θεσσαλονίκης». Ηταν ομιλία στο πλαίσιο της έκθεσης ιστορικών τεκμηρίων «Ημερολόγιον Θεσσαλονίκης 1912-1951», που διοργάνωσαν το χειμώνα του 1991-1992 ο δήμος Θεσσαλονίκης και η Εθνική Τράπεζα. Δημοσιεύθηκε στον τόμο «Η νεότερη ιστορία της Θεσσαλονίκης και ο Τύπος» και υπογράφεται από τον υπογράφοντα το σημερινό σημείωμα. Μεταξύ άλλων αναφέρει τα εξής:
«Η Θεσσαλονίκη είναι ακόμη, το 1875, μια πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τα ελληνικά σύνορα είναι μακριά […] Αλλά δεν παύει να είναι μια πόλη ελληνική. Να ζει με το ρυθμό της Ελλάδας και ν’ αναπνέει με την ανάσα της. Από την άποψη της πολιτικής ιστορίας, από την άποψη των συσχετισμών του Τύπου με την πολιτική ιστορία της Θεσσαλονίκης […] θεωρώ την επισήμανση αυτή ως πρωταρχικής σημασίας. Εγινε και γίνεται τις τελευταίες δεκαετίες μεγάλη χρήση των στατιστικών, ιδίως όσον αφορά την κατά καιρούς και περιστάσεις πληθυσμική σύνθεση της Θεσσαλονίκης και τον ιδιαιτέρως εκσημαινόμενο κοσμοπολιτικό χαρακτήρα της. Δόλιοι υπολογισμοί […] βαλκανικής και ευρωπαϊκής πολιτικής […] έχυσαν αρκετό νερό και μελάνι στο αυλάκι ξένων βλέψεων. Οπως το έκανε άλλωστε και η ιδιοπαθής τάση μιας μονομερούς ιστορικής υπεραντικειμενικότητας, η οποία συνέλεγεν επιμελώς και θεωρούσε ως αποδείξεις κατά της Ελλάδος και των προθέσεών της τα ίδια ακριβώς στοιχεία και τις ίδιες ακριβώς ιστορικές λειτουργίες, τις οποίες εξελάμβανε ανέτως ως αποδείξεις υπέρ άλλων χωρών και των προθέσεών τους. […] Ηταν ένα είδος εθνικού μαζοχισμού. [...] Η αλυτρωτική πολιτική εφαρμοζόμενη από την Ελλάδα (άσχετα αν με σωστό τρόπο ή όχι) ήταν στάχτη στα μάτια του λαού, ήταν σωβινιστική και επιπλέον υπηρετούσε ιμπεριαλιστικούς στόχους. Η ίδια πολιτική από άλλες βαλκανικές χώρες ήταν απελευθερωτική, ιστορικά δικαιωμένη και συμβατή με τις ιστορικές νομοτέλειες. Ελέγχουμε τον Ελευθέριο Βενιζέλο για την απόβαση στη Σμύρνη. Τότε γιατί δεν τον ελέγχουμε και για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης;».
Αυτό, προδήλως, είναι το τυπικό σημείο συναφείας στα δύο κείμενα, τα οποία, κατά τα λοιπά και ως προς την ουσία, εκφράζουν επί συγκεκριμένου ιστορικού ζητήματος άντικρυς αντίθετες απόψεις. Η παράθεση όμως των δύο κειμένων δεν υπηρετεί αυτήν την αντιπαράθεση. Αποσκοπεί στη σύνθεσή τους και εξ αυτής στη συναγωγή του αναγκαίου συμπεράσματος που επιβάλλουν τόσο η χρονική απόσταση απ' τα γεγονότα, όσο και η συγκυρία της σύγχρονης πραγματικότητας.
Θεσσαλονίκη και Σμύρνη ήταν (και, γεωγραφικά μόνο, εξακολουθούν να είναι) ομόλογες πόλεις/λιμένες του Αιγαίου. Στις αρχές του 20ού αιώνα οι συντρέχοντες λόγοι για τον ελληνικό χαρακτήρα τους υπερτερούσαν για τη Σμύρνη σε πολλά σημεία (είχε αναλογικά μεγαλύτερο ελληνικό πληθυσμό, παράδοση ελληνικής παιδείας, πολιτισμική «επικυριαρχία» κ.ά.) και υστερούσαν εν σχέσει προς τη Θεσσαλονίκη σε ένα ουσιώδες σημείο: Το Βυζαντινό τείχος, ως πρόταγμα και πρόσταγμα καθημερινής ανά τους αιώνες επιβεβαίωσης του «Μύθου» της. Ενός Μύθου που πιστοποιούσε την εθνική επιβίωση στη συνείδηση του λαού και που καθόριζε τη διαχρονική σχέση της συμβασιλεύουσας με το διπλανό Αγιον Ορος, όχι ως σχέση εξάρτησης της πόλης από αυτό, αλλά ως σφραγίδα ελληνικής ταυτότητας που εξέδιδε διηνεκώς η Θεσσαλονίκη για το Αγιον Ορος. Κάτι που οι Παλαιολόγειοι χρόνοι πανηγυρικά επιβεβαίωσαν.
Μήπως λοιπόν θα έπρεπε να προταχθεί η Σμύρνη ως αλυτρωτικός στόχος έναντι της Θεσσαλονίκης; Το ρητορικό ερώτημα απαντά στην ευρέως διαδεδομένη και εν πολλοίς καλλιεργηθείσα αντίληψη ότι η απόβαση στη Σμύρνη ήταν λάθος που το πλήρωσε ο Μικρασιατικός Ελληνισμός. Αν σκεφτούμε όμως ότι δεν υπήρχε καμιά εγγύηση διάσωσής του είτε γινόταν η απόβαση είτε όχι, θα αχθούμε πιο εύκολα στο συμπέρασμα ότι είναι μάταιες οι αντιπαραθέσεις μας για όσα από τα γενόμενα «ουκ απογίγνονται» και ότι αν συμφωνήσουμε μεταξύ μας να δούμε το αύριο χωρίς να ερίζουμε για το χτες έχουμε καλύτερες ελπίδες για όλους μας.
*«Τεφρές πανιερότητες» ήταν οι νεότεροι Λατίνοι Λουιτπράνδοι που ονείδιζαν τους σκλάβους Ελληνες για την αμορφωσιά τους και την κατάντια της Ελλάδας στα χρόνια του Κυρίλλου Λουκάρεως. Τους έδωσε αποστομωτική απάντηση ο μεγάλος Ελληνας Ιεράρχης:
«Αν είχε βασιλεύσει ο Τούρκος εις την Φραγκίαν δέκα χρόνους, Χριστιανούς εκεί δεν εύρισκες. Και εις την Ελλάδα τώρα διακοσίους χρόνους ευρίσκεται (ο Τούρκος) και κακοπαθούσιν οι άνθρωποι και βασανίζονται δια να στέκουν εις την πίστιν των και λάμπει η πίστις του Χριστού».
Αυτά στις αρχές του 17ου αιώνα. Και για του Χριστού την πίστιν την αγίαν και της πατρίδος την ελευθερίαν, οι «αμόρφωτοι» Ελληνες απέδειξαν στους μορφωμένους «Λατίνους», ότι οι μνήμες της αρχαίας δόξας κρατούσαν αναμμένο το καντήλι της εθνικής αυτοσυνειδησίας μέσα τους.
Πηγή: agelioforos.gr/
α) Ασκούν το λειτούργημα του θεωρού όχι μόνον της εγχώριας αλλά και της οικουμενικής ιστορικής κυοφορίας και, β) εκφέρουν υπό μορφή χρησμών, από καιρού εις καιρόν, τις σχετλιαστικές τους αποφάνσεις, ελεεινολογούντες την κατάντια της σύγχρονης ανθρωπότητας, αφενός, και της νεότερης πορείας του Ελληνισμού, αφετέρου.
Καθιστούν, ως εκ τούτου, εύλογα τα ακόλουθα δύο απλούστατα ερωτήματα:
Δεν είναι βεβαίως ο καλύτερος των δυνατών κόσμων ο σημερινός. Αλλά είναι ο χειρότερος, με τα επτά δισεκατομμύρια ανθρώπων που, έστω ανισομερώς, συμμετέχουν στις αυξημένες δυνατότητες διατροφής, από τον προ αιώνος με τα δύο δισεκατομμύρια ανθρώπων εκ των οποίων το πλείστον λιμοκτονούσε; Μήπως οι σχετλιασμοί εκφράζουν την απόγνωση μιας ελίτ, που χρεώνει τις δικές της αδυναμίες στις νομοτέλειες μιας προόδου που την έχει προσπεράσει;
=Και το δεύτερο ερώτημα: το μέγιστο ιστορικό κατόρθωμα της ελληνικής παλιγγενεσίας (η λέξη αφορά το κράτος, όχι το έθνος, που ήταν πάντοτε ζωντανό «σαν μια φλόγα κρυμμένη στη στάχτη) και η περιπετειώδης αλλά μεγαλοπράγμων πορεία του (με το αίμα και τις θυσίες των Ελλήνων που δημιουργούσαν τετελεσμένα, συμβατά ίσως με τα βουλήματα των «Μεγάλων», αλλά αυτοτελώς και ηρωικώς ελληνικά) -μια πορεία που από τη Λαμία έφτασε στον Εβρο- δεν αξίζει την περίσκεψη και το σεβασμό μας; Δίνει αφορμές μόνο για λοιδορίες και μονόπλευρη αναζήτηση των σκιερών πτυχών της νεότερης ιστορίας μας;
Φτάνει πια! Εχει εξαντλήσει τα όριά της η δεινολογία για τα ελαττώματά μας, τα ατομικά και τα συλλογικά μας. Παύει να είναι ωφέλιμη η αυτοκριτική, όταν η επίδρασή της εντάσσεται σε αποδομητικές λειτουργίες αμφίβολης επιστημονικής ανιδιοτέλειας. Ισως δε, το ίδιο «φτάνει πια!» θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί και στην περίπτωση των διαφορετικών και σφοδρά συγκρουόμενων θεωρήσεών μας γύρω από κρίσιμα ιστορικά γεγονότα. Τα οποία έβαλαν συντεταγμένες πορείας στη σύγχρονη ιστορία μας και πρέπει όχι να μας χωρίζουν αλλά να συνθέτουν έναν κοινό/επίκοινο «οδικό χάρτη» για το μέλλον μας - το μέλλον της πατρίδας.
Η Σμύρνη και η Θεσσαλονίκη
Σχετικά με τα ανωτέρω, θα παρατεθούν αποσπάσματα από δύο κείμενα, τα οποία συνδέει το γεγονός ότι στο ένα η Σμύρνη είναι το σημείο της αναφοράς του, ενώ στο άλλο γίνεται μνεία στη διαφορά της ιστορικής τύχης της, σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη. Το πρώτο κείμενο έχει τον τίτλο «Η Σμύρνη στις φλόγες». Δημοσιεύτηκε στον «Αγγελιοφόρο» το Σάββατο, 3 Μαΐου 2014, με την υπογραφή του Βασίλη Σ. Κάρτσιου και αναφέρει τα εξής, μεταξύ άλλων:
«Η αμηχανία των ιστορικών με τη 2α Μαΐου υπήρξε διαχρονική κι αυτό βεβαίως δεν έχει να κάνει ούτε με το θάνατο του Λεονάρντο Ντα Βίτσι, ούτε με την πτώση του Βερολίνου, ούτε με το θάνατο της Πηνελόπης Δέλτα, αλλά ούτε και με την αμερικανική επιχείρηση για την εξόντωση του Οσάμα Μπιν Λάντεν. Στις 2 Μαΐου 1919 ο Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος αποβίβασε στη Σμύρνη μονάδες της Ι Μεραρχίας […] Επί του πρακτέου, επρόκειτο για τη μεγαλύτερη ανοησία που διέπραξε πολιτικός από την εποχή του πελοποννησιακού πολέμου, όταν ο τυχοδιώκτης Αλκιβιάδης έπεισε τους Αθηναίους να τολμήσουν τη σικελική εκστρατεία και ουσιαστικά να υπογράψουν τη θανατική καταδίκη της κλασικής αρχαιότητας».
Στη συνέχεια, ο αρθρογράφος αναφέρεται στις τουρκικές αντιδράσεις, στις προβοκάτσιες και στα επεισόδια που προκλήθηκαν, με μοιραίο αποτέλεσμα να ξεσηκωθεί όλος ο μουσουλμανικός κόσμος. Συμπληρώνει τη σχετική παράγραφο με τα εξής:
«Ο σύγχρονος “Αλκιβιάδης” είχε βάλει την υπογραφή του φαρδιά πλατιά στον αφανισμό του μικρασιατικού ελληνισμού».
Το δεύτερο κείμενο έχει τον τίτλο «Ο Τύπος και η πολιτική ιστορία της Θεσσαλονίκης». Ηταν ομιλία στο πλαίσιο της έκθεσης ιστορικών τεκμηρίων «Ημερολόγιον Θεσσαλονίκης 1912-1951», που διοργάνωσαν το χειμώνα του 1991-1992 ο δήμος Θεσσαλονίκης και η Εθνική Τράπεζα. Δημοσιεύθηκε στον τόμο «Η νεότερη ιστορία της Θεσσαλονίκης και ο Τύπος» και υπογράφεται από τον υπογράφοντα το σημερινό σημείωμα. Μεταξύ άλλων αναφέρει τα εξής:
«Η Θεσσαλονίκη είναι ακόμη, το 1875, μια πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τα ελληνικά σύνορα είναι μακριά […] Αλλά δεν παύει να είναι μια πόλη ελληνική. Να ζει με το ρυθμό της Ελλάδας και ν’ αναπνέει με την ανάσα της. Από την άποψη της πολιτικής ιστορίας, από την άποψη των συσχετισμών του Τύπου με την πολιτική ιστορία της Θεσσαλονίκης […] θεωρώ την επισήμανση αυτή ως πρωταρχικής σημασίας. Εγινε και γίνεται τις τελευταίες δεκαετίες μεγάλη χρήση των στατιστικών, ιδίως όσον αφορά την κατά καιρούς και περιστάσεις πληθυσμική σύνθεση της Θεσσαλονίκης και τον ιδιαιτέρως εκσημαινόμενο κοσμοπολιτικό χαρακτήρα της. Δόλιοι υπολογισμοί […] βαλκανικής και ευρωπαϊκής πολιτικής […] έχυσαν αρκετό νερό και μελάνι στο αυλάκι ξένων βλέψεων. Οπως το έκανε άλλωστε και η ιδιοπαθής τάση μιας μονομερούς ιστορικής υπεραντικειμενικότητας, η οποία συνέλεγεν επιμελώς και θεωρούσε ως αποδείξεις κατά της Ελλάδος και των προθέσεών της τα ίδια ακριβώς στοιχεία και τις ίδιες ακριβώς ιστορικές λειτουργίες, τις οποίες εξελάμβανε ανέτως ως αποδείξεις υπέρ άλλων χωρών και των προθέσεών τους. […] Ηταν ένα είδος εθνικού μαζοχισμού. [...] Η αλυτρωτική πολιτική εφαρμοζόμενη από την Ελλάδα (άσχετα αν με σωστό τρόπο ή όχι) ήταν στάχτη στα μάτια του λαού, ήταν σωβινιστική και επιπλέον υπηρετούσε ιμπεριαλιστικούς στόχους. Η ίδια πολιτική από άλλες βαλκανικές χώρες ήταν απελευθερωτική, ιστορικά δικαιωμένη και συμβατή με τις ιστορικές νομοτέλειες. Ελέγχουμε τον Ελευθέριο Βενιζέλο για την απόβαση στη Σμύρνη. Τότε γιατί δεν τον ελέγχουμε και για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης;».
Αυτό, προδήλως, είναι το τυπικό σημείο συναφείας στα δύο κείμενα, τα οποία, κατά τα λοιπά και ως προς την ουσία, εκφράζουν επί συγκεκριμένου ιστορικού ζητήματος άντικρυς αντίθετες απόψεις. Η παράθεση όμως των δύο κειμένων δεν υπηρετεί αυτήν την αντιπαράθεση. Αποσκοπεί στη σύνθεσή τους και εξ αυτής στη συναγωγή του αναγκαίου συμπεράσματος που επιβάλλουν τόσο η χρονική απόσταση απ' τα γεγονότα, όσο και η συγκυρία της σύγχρονης πραγματικότητας.
Θεσσαλονίκη και Σμύρνη ήταν (και, γεωγραφικά μόνο, εξακολουθούν να είναι) ομόλογες πόλεις/λιμένες του Αιγαίου. Στις αρχές του 20ού αιώνα οι συντρέχοντες λόγοι για τον ελληνικό χαρακτήρα τους υπερτερούσαν για τη Σμύρνη σε πολλά σημεία (είχε αναλογικά μεγαλύτερο ελληνικό πληθυσμό, παράδοση ελληνικής παιδείας, πολιτισμική «επικυριαρχία» κ.ά.) και υστερούσαν εν σχέσει προς τη Θεσσαλονίκη σε ένα ουσιώδες σημείο: Το Βυζαντινό τείχος, ως πρόταγμα και πρόσταγμα καθημερινής ανά τους αιώνες επιβεβαίωσης του «Μύθου» της. Ενός Μύθου που πιστοποιούσε την εθνική επιβίωση στη συνείδηση του λαού και που καθόριζε τη διαχρονική σχέση της συμβασιλεύουσας με το διπλανό Αγιον Ορος, όχι ως σχέση εξάρτησης της πόλης από αυτό, αλλά ως σφραγίδα ελληνικής ταυτότητας που εξέδιδε διηνεκώς η Θεσσαλονίκη για το Αγιον Ορος. Κάτι που οι Παλαιολόγειοι χρόνοι πανηγυρικά επιβεβαίωσαν.
Μήπως λοιπόν θα έπρεπε να προταχθεί η Σμύρνη ως αλυτρωτικός στόχος έναντι της Θεσσαλονίκης; Το ρητορικό ερώτημα απαντά στην ευρέως διαδεδομένη και εν πολλοίς καλλιεργηθείσα αντίληψη ότι η απόβαση στη Σμύρνη ήταν λάθος που το πλήρωσε ο Μικρασιατικός Ελληνισμός. Αν σκεφτούμε όμως ότι δεν υπήρχε καμιά εγγύηση διάσωσής του είτε γινόταν η απόβαση είτε όχι, θα αχθούμε πιο εύκολα στο συμπέρασμα ότι είναι μάταιες οι αντιπαραθέσεις μας για όσα από τα γενόμενα «ουκ απογίγνονται» και ότι αν συμφωνήσουμε μεταξύ μας να δούμε το αύριο χωρίς να ερίζουμε για το χτες έχουμε καλύτερες ελπίδες για όλους μας.
*«Τεφρές πανιερότητες» ήταν οι νεότεροι Λατίνοι Λουιτπράνδοι που ονείδιζαν τους σκλάβους Ελληνες για την αμορφωσιά τους και την κατάντια της Ελλάδας στα χρόνια του Κυρίλλου Λουκάρεως. Τους έδωσε αποστομωτική απάντηση ο μεγάλος Ελληνας Ιεράρχης:
«Αν είχε βασιλεύσει ο Τούρκος εις την Φραγκίαν δέκα χρόνους, Χριστιανούς εκεί δεν εύρισκες. Και εις την Ελλάδα τώρα διακοσίους χρόνους ευρίσκεται (ο Τούρκος) και κακοπαθούσιν οι άνθρωποι και βασανίζονται δια να στέκουν εις την πίστιν των και λάμπει η πίστις του Χριστού».
Αυτά στις αρχές του 17ου αιώνα. Και για του Χριστού την πίστιν την αγίαν και της πατρίδος την ελευθερίαν, οι «αμόρφωτοι» Ελληνες απέδειξαν στους μορφωμένους «Λατίνους», ότι οι μνήμες της αρχαίας δόξας κρατούσαν αναμμένο το καντήλι της εθνικής αυτοσυνειδησίας μέσα τους.
Πηγή: agelioforos.gr/